ἀδιάβλητος

ἀδιάβλητος
ἀ-διά-βλητος, tadellos; den Verleumdungen nicht ausgesetzt, durch sie nicht zu stören; unverleumdet; für Verleumdungen nicht zugänglich; unbescholten

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀδιάβλητος — not listening to calumny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάβλητος — η, ο 1.αυτός που δε διαβλήθηκε, δε συκοφαντήθηκε, ακατηγόρητος: Ήταν ο μόνος που έμεινε αδιάβλητος. 2. απρόσβλητος από συκοφαντίες, ανεπίδεκτος διαβολής: Μπορείς να στηριχτείς σ αυτόν είναι αδιάβλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαβλήτως — ἀδιάβλητος not listening to calumny adverbial ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάβλητον — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc sg ἀδιάβλητος not listening to calumny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβλήτοις — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβλήτου — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβλήτους — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβλήτων — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβλήτῳ — ἀδιάβλητος not listening to calumny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάβλητα — ἀδιάβλητος not listening to calumny neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”